- προαποτίθημι
- Α [ἀποτίθημι]1. θέτω προηγουμένως κάτι κατά μέρος2. εφοδιάζομαι για το μέλλον3. μέσ. προαποτίθεμαικαθαρίζω προηγουμένως την κόπρο4. φρ. «προαποτίθεμαι ἔπαινον» — επαινώ προτού αρχίσω να κατηγορώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.